-
1 ἄνδημα
1 head band met. ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον.) fr. 179. -
2 ποικίλος
a lit.I spotted, dappledποικίλον ἴυγγα P. 4.214
“ δράκοντα ποικίλον” P. 8.46 νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (Hartung: ποικίλων codd.) I. 4.18 add. dat.,καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.46
II embroideredμελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
ποι]κίλ[ων ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel) fr. 169. 36.b met.I ever changing, craftyψεύδεσι ποικίλοις O. 1.29
πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
II varied, many facetedποικίλον ὕμνον O. 6.87
ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον) fr. 179. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. n. s. acc. pro adv., in varied tones,ποικίλον κιθαρίζων N. 4.14
frag. ]ειμοι τοτε ποικίλον Pae. 22.2
-
3 υφαινω
1) ткать(ἱστόν Hom.; ὕφασμα Eur.; θοἰμάτιον Plat.)
αἱ ὑφαίνουσαι Arst. — ткачихи;αἱ φάλαγγες ἀράχνια λεπτὰ ὑφηνάμεναι Xen. — пауки, соткавшие себе тонкую паутину2) вить, сплетать(ποικίλον ἄνδημα Pind.)
3) придумывать, замышлять, затевать(δόλους καὴ μῆτιν Hom.)
ὑ. τί τινι ἐπὴ τυραννίδι Arph. — строить козни для захвата власти над кем-л.4) строить, устраивать, готовить(οἰκοδόμημα Plat.; ὄλβον Pind.)
-
4 Ἀμυθαονίδας
̆αμῠθᾱονίδας1 descendant of Amythaon, pl.= ?Melampodidai ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (Boeckh, Christ: Ἀμυθαωνίδαις codd.) fr. 179. -
5 ὑφαίνω
1 weave met., create “ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” P. 4.141 ὑφαίνω δ Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. τὸν ὕμνον) fr. 179. -
6 ὑφαίνω
Aὑφαίνεσκον Od.19.149
: [tense] fut. (anap.): [tense] aor.ὕφηνα Od.4.739
, 13.303, Ar.Lys. 586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A 206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as [dialect] Dor. form, B.5.9, al.: [tense] pf. ὕφαγκα ([etym.] συν-) D.H.Comp. 18, ([etym.] παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—[voice] Med., v. infr.: [tense] aor. , X.Mem.3.11.6:—[voice] Pass., [tense] aor. , ([etym.] ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: [tense] pf.ὕφασμαι Antiph.99
, Luc.VH1.18, ([etym.] ἐν-) Hdt. 3.47, ([etym.] παρ-) X.Cyr.5.4.48, but [ per.] 3sg.ὕφανται S.E.M.8.129
; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B.,ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91
H.,ὑφύφασται Zenod.
ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. ἐξυφαίνω. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—weave, freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. ὑφάω), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ; ; ;ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT 814
; ; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA 542a13, cf. 623a8: abs., weave, ply the loom, Hdt.2.35;αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA 717a36
; (cj. Heinsius for ἔφαινον):— [voice] Med.,ἱμάτιον ὑφαίνεσθαι Pl.Phd. 87b
, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—[voice] Pass., λίθος ὑφαινομένη, i.e. asbestos, Str.10.1.6.II contrive, plan, of all schemes, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.;πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187
;ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678
; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib. 739;μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28
, cf. B.16.51;δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422
;μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212
, cf. Call.Fr. 3ii10P. ([voice] Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the plot they laid against us to bring in tyranny, Ar.Lys. 630;πάντα.. ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14
:—[voice] Med., Nicopho 5: but ὑφαίνεται is f.l. for ὑφαίνετε in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. Nauck TGF2p.xx).III generally, create, construct,οἰκοδομήματα Pl.Criti. 116b
;ὄλβον Pi.P.4.141
; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he lays the foundation, Call.Ap.57;κηρὸν ὑ. Tryph.536
:—[voice] Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti. 72c.2 compose, write, ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr. 179;ὕμνον B.5.9
. (ὑφ-αίνω, cf. ὑφή, ὕφος, OE. wefan 'weave', Skt. ubhnāti 'hold together, cover, bind'.)
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский